δενδροφύτευση

δενδροφύτευση
η
το φύτεμα δένδρων, το να φυτεύει κανείς δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δενδροφυτεύω. Η λ., στον λόγιο τ. δενδροφύτευσις, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άδενδρος — και άδεντρος, η, ο (Α ἄδενδρος, ον) [δένδρο] 1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει δέντρα 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ιδιόκτητα δένδρα 3. μτφ. αυτός που δεν έχει παιδιά, απογόνους 4. (για χωράφια) ο μη κατάλληλος για δενδροφύτευση …   Dictionary of Greek

  • δάσωση — η [δασώνω] η δενδροφύτευση γυμνών εκτάσεων για την ανάπτυξη δάσους …   Dictionary of Greek

  • δενδρίτης — I (Ανατ.). Ονομασία των βραχέων απολήξεων των νευρώνων (νευρικών κυττάρων). Οι δ. μεταδίδουν μόνο τα ερεθίσματα που εκπέμπονται από άλλα νευρικά κύτταρα και κατευθύνονται προς το νευρικό κέντρο. II (Ορυκτ.). Κρυσταλλική μορφή ορυκτού, με μείγμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”